Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
objectivement [ɔbʒɛktivmɑ̃] ΕΠΊΡΡ
1. objectivement (de façon objective):
- objectivement
-
2. objectivement (évidemment):
- objectivement
-
-
- objectivement, avec impartialité
-
- objectivement
-
- objectivement
- impartially report, write
- objectivement
στο λεξικό PONS
objectivement [ɔbʒɛktivmɑ̃] ΕΠΊΡΡ
- objectivement
-
-
- objectivement
objectivement [ɔbʒɛktivmɑ͂] ΕΠΊΡΡ
- objectivement
-
-
- objectivement
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- obéissance
- obéissant
- obélisque
- obérer
- obèse
- objectivement
- objectiver
- objectivisme
- objectivité
- objet
- objurgations