Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
impartially [βρετ ɪmˈpɑːʃ(ə)li, αμερικ ɪmˈpɑrʃəli] ΕΠΊΡΡ
- impartially act, choose, decide, judge
-
- impartially divide, share out
-
- impartially report, write
-
-
- impartially
στο λεξικό PONS
-
- impartially
-
- impartially
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.