Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
objectively [βρετ əbˈdʒɛktɪvli, αμερικ əbˈdʒɛktɪvli, ɑbˈdʒɛktɪvli] ΕΠΊΡΡ
1. objectively (fairly):
- objectively
-
2. objectively:
- objectively ΓΛΩΣΣ, ΦΙΛΟΣ
-
στο λεξικό PONS
objectively ΕΠΊΡΡ
- objectively
-
-
- objectively
objectively ΕΠΊΡΡ
- objectively
-
-
- objectively
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.