Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. timide [timid] ΕΠΊΘ
-
- timide
- unenterprising decision, policy
- timide
- timid person, smile, decision, reform
- timide
- tentative inquiry, smile, start, stroke, suggestion
- timide
- tremulous smile
- timide
- diffident smile, gesture
- timide
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.