I. timide [timid] ΕΠΊΘ
1. timide:
- timide personne
-
- timide personne
-
2. timide (craintif):
3. timide (de peu d'audace):
- timide avancée, pas, réponse, critique
-
- timide tentative
-
II. timide [timid] ΟΥΣ αρσ θηλ
- timide
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.