I. jaloux (jalouse) [ʒalu, uz] ΕΠΊΘ
1. jaloux (possessif en amour, amitié):
3. jaloux (très attaché):
-  être jaloux (jalouse) de sa réputation/son indépendance
-  
II. jaloux (jalouse) [ʒalu, uz] ΟΥΣ αρσ, θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
