unenterprising [βρετ ʌnˈɛntəprʌɪzɪŋ, αμερικ ənˈɛn(t)ərpraɪzɪŋ] ΕΠΊΘ
- unenterprising person, organization, behaviour
-
- unenterprising decision, policy
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.