Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
lord [βρετ lɔːd, αμερικ lɔrd] ΟΥΣ
2. lord:
3. lord:
I. high [βρετ hʌɪ, αμερικ haɪ] ΟΥΣ
1. high (high level):
2. high (euphoric feeling) οικ:
4. high αμερικ οικ ΣΧΟΛ → high school
II. high [βρετ hʌɪ, αμερικ haɪ] ΕΠΊΘ
1. high (tall):
2. high (far from the ground):
3. high (numerically large):
4. high (great, intense):
5. high (important):
6. high (noble):
7. high (acute):
8. high (mature):
9. high (on drug):
10. high (happy):
III. high [βρετ hʌɪ, αμερικ haɪ] ΕΠΊΡΡ
1. high (to a great height):
2. high (at a high level):
IV. on high ΕΠΊΡΡ (gen)
V. high [βρετ hʌɪ, αμερικ haɪ]
high school
στο λεξικό PONS
lord [lɔ:d, αμερικ lɔ:rd] ΟΥΣ
I. high [haɪ] ΕΠΊΘ
1. high (elevated):
2. high (above average):
3. high ΙΑΤΡ:
4. high (important, eminent):
ιδιωτισμοί:
II. high [haɪ] ΕΠΊΡΡ
III. high [haɪ] ΟΥΣ
1. high (high(est) point/level/amount):
I. high [haɪ] ΕΠΊΘ
1. high (elevated):
2. high (above average):
3. high ΙΑΤΡ:
4. high (important, eminent):
ιδιωτισμοί:
II. high [haɪ] ΕΠΊΡΡ
III. high [haɪ] ΟΥΣ
1. high (high(est) point/level/amount):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- loquaciousness
- loquacity
- lord
- Lord's Day
- Lord's Prayer
- Lord High Admiral
- Lord Lieutenant
- lordling
- lordly
- Lord Mayor
- Lord of Appeal