Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. saillant (saillante) [sajɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
- pommettes saillantes
-
στο λεξικό PONS
saillant [sajɑ̃] ΟΥΣ αρσ
- saillant d'une frontière
-
saillant(e) [sajɑ̃, jɑ̃t] ΕΠΊΘ
1. saillant (protubérant):
saillant(e) [sajɑ͂, jɑ͂t] ΕΠΊΘ
1. saillant (protubérant):
saillant [sajɑ͂] ΟΥΣ αρσ
- saillant d'une frontière
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.