Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
ciel [sjɛl, sjø] ΟΥΣ αρσ
1. ciel < πλ ciels> ΜΕΤΕΩΡ:
2. ciel < πλ cieux> (firmament):
- ciel λογοτεχνικό
-
3. ciel < πλ cieux> (paradis) ΘΡΗΣΚ:
4. ciel (providence):
I. aider [ede] ΡΉΜΑ μεταβ
1. aider (prêter son concours à):
II. aider à ΡΉΜΑ μεταβ
III. s'aider ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
στο λεξικό PONS
ciel <cieux [ou s]> [sjɛl, sjø] ΟΥΣ αρσ
1. ciel <s> (firmament):
- ciel
-
gratte-ciel [gʀatsjɛl] ΟΥΣ αρσ αμετάβλ
- gratte-ciel
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.