Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. noble [nɔbl] ΕΠΊΘ
1. noble (aristocrate):
- noble famille
-
2. noble (qui a de la grandeur):
III. noble [nɔbl] ΟΥΣ αρσ ΙΣΤΟΡΊΑ
- noble (monnaie)
- noble
-
- noble θηλ
-
- noble αρσ
- noble
- noble αρσ
- noble
- noble after ουσ
- noble
- noble
- noble
- noble
- lofty ideas, words
- noble
-
- noble
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.