στο λεξικό PONS
I. groß <größer, größte> [gro:s] ΕΠΊΘ
1. groß (räumlich ausgedehnt):
2. groß (hoch aufragend):
3. groß (hoch gewachsen):
4. groß (zeitlich ausgedehnt):
5. groß (älter):
6. groß (mengenmäßig):
7. groß (erheblich, beträchtlich):
8. groß (bedeutend):
9. groß (besonders gut):
11. groß (großes Glas):
II. groß <größer, größte> [gro:s] ΕΠΊΡΡ
1. groß οικ (besonders):
2. groß (von weitem Ausmaß):
4. groß (nicht klein):
- groß kariert [o. großkariert] ΜΌΔΑ
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Fahrzeug
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.