py·lon [ˈpaɪlɒn, αμερικ -lɑ:n] ΟΥΣ
1. pylon ΗΛΕΚ (power lines pole):
- pylon
-
- [electricity] pylon
-
2. pylon ΑΕΡΟ (fin-like device):
- pylon
-
3. pylon ΑΕΡΟ (guidance pole):
elec·ˈtric·ity py·lon ΟΥΣ
- electricity pylon
-
-
- pylon
-
- pylon
-
- pylon
-
- [electricity] pylon
- Pylon
- pylon
- Pylon
- pylon
-
- [lattice ειδικ ορολ] pylon
- Mast ΗΛΕΚ
- pylon
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- [electricity] pylon