στο λεξικό PONS
 
 Be·set·zung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Besetzung (Vergeben einer Stelle):
2. Besetzung (alle Mitwirkenden):
3. Besetzung (Okkupierung):
 
 -  
 -  Besetzung θηλ <-, -en>
 
-  
 -  Besetzung θηλ <-, -en>
 
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.