στο λεξικό PONS
I. ef·fect [ɪˈfekt] ΟΥΣ
1. effect:
2. effect no pl (force):
3. effect (impression):
5. effect ειδικ ορολ (belongings):
6. effect (summarizing):
I. spe·cial [ˈspeʃəl] ΕΠΊΘ
1. special (more):
2. special (unusual):
3. special (dearest):
4. special (characteristic):
5. special προσδιορ, αμετάβλ:
6. special αμετάβλ (extra):
7. special προσδιορ, αμετάβλ ΣΧΟΛ:
8. special προσδιορ, αμετάβλ ΠΟΛΙΤ:
II. spe·cial [ˈspeʃəl] ΟΥΣ
1. special ΜΜΕ:
2. special esp αμερικ, αυστραλ (meal):
3. special pl esp αμερικ (bargains):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
special effect ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
| I | effect |
|---|---|
| you | effect |
| he/she/it | effects |
| we | effect |
| you | effect |
| they | effect |
| I | effected |
|---|---|
| you | effected |
| he/she/it | effected |
| we | effected |
| you | effected |
| they | effected |
| I | have | effected |
|---|---|---|
| you | have | effected |
| he/she/it | has | effected |
| we | have | effected |
| you | have | effected |
| they | have | effected |
| I | had | effected |
|---|---|---|
| you | had | effected |
| he/she/it | had | effected |
| we | had | effected |
| you | had | effected |
| they | had | effected |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.