στο λεξικό PONS
Stei·ge·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Steigerung (Erhöhung):
2. Steigerung (Verbesserung):
- Steigerung +γεν
-
3. Steigerung ΓΛΩΣΣ:
- Steigerung
-
-
- Steigerung θηλ <-, -en>
- augmentation of income
- Steigerung θηλ <-, -en>
-
- Steigerung θηλ <-, -en>
-
- [Wert]steigerung θηλ
-
- Steigerung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.