Steif·heit <-> ΟΥΣ θηλ kein πλ
1. Steifheit (Festigkeit):
2. Steifheit (körperliche Unbeweglichkeit):
- Steifheit
- stiffness no πλ
3. Steifheit μτφ (geistige Unbeweglichkeit):
- Steifheit
- stiffness no πλ
- Steifheit
- starchiness no πλ
-
- Steifheit θηλ <->
-
- Steifheit <->
-
- Steifheit θηλ <->
-
- Steifheit θηλ <->
-
- Steifheit θηλ <->
- punctiliousness in conduct
- [übermäßige] Steifheit μειωτ
-
- Steifheit θηλ <->
-
- Steifheit θηλ <->
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.