στο λεξικό PONS
I. spe·cial [ˈspeʃəl] ΕΠΊΘ
1. special (more):
2. special (unusual):
3. special (dearest):
4. special (characteristic):
5. special προσδιορ, αμετάβλ:
6. special αμετάβλ (extra):
7. special προσδιορ, αμετάβλ ΣΧΟΛ:
8. special προσδιορ, αμετάβλ ΠΟΛΙΤ:
II. spe·cial [ˈspeʃəl] ΟΥΣ
1. special ΜΜΕ:
2. special esp αμερικ, αυστραλ (meal):
3. special pl esp αμερικ (bargains):
- specials
-
spe·cial ˈplead·ing ΟΥΣ no pl
1. special pleading ΝΟΜ:
spe·cial cor·re·ˈspond·ent ΟΥΣ
spe·cial ˈcon·sta·ble ΟΥΣ βρετ
spe·cial ˈcha·rac·ter ΟΥΣ Η/Υ
spe·cial ˈed ΟΥΣ αμερικ
special ed συντομογραφία: special education
I. spe·cial edu·ˈca·tion αμερικ ΟΥΣ no pl
special edition ΟΥΣ
-
- Extrablatt ουδ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
special facility ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
special expenses ΟΥΣ ΦΟΡΟΛ
special partner ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
special payment ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
special fund ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
special order ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
special advisor ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
special effect ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
special factor ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
special assessment ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
special economic zone ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
special case ΟΥΣ
special waste ΟΥΣ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»


special phase (for bus)


- Anforderungsphase ΔΗΜ ΣΥΓΚ
-
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.