Be·ru·fung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Berufung ΝΟΜ:
- Berufung
-
2. Berufung (Angebot für ein Amt):
3. Berufung (innerer Auftrag):
-
- Berufung θηλ <-, -en>
-
- Berufung θηλ <-, -en>
-
- Berufung θηλ <-, -en>
-
- Berufung θηλ <-, -en>
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.