στο λεξικό PONS
ob·jec·tion [əbˈʤekʃən] ΟΥΣ
- objection
-
- objection
-
-
- objection
-
- non-objection
-
- procedural objection
-
- conscientious objection
-
- objection
-
- objection
-
- objection!
-
- objection sustained!
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
certificate of non-objection ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
decision of objection ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- objection
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.