under·ˈweight ΕΠΊΘ
1. underweight (not heavy enough):
2. underweight portfolio:
ˈunder·wear ΟΥΣ no pl
under·went [ˌʌndəˈwent, αμερικ -ɚˈ-] ΡΉΜΑ
underwent παρελθ of undergo
under·ˈgo <-went, -gone> ΡΉΜΑ μεταβ
ther·mal ˈunder·wear ΟΥΣ no pl
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.