Ein·spruch <-s, -sprü·che> ΟΥΣ αρσ
1. Einspruch (Protest):
- Einspruch
-
2. Einspruch ΝΟΜ (Einwand):
- Einspruch wegen mangelnder Erfindungshöhe
-
-
- Einspruch αρσ <-s, -sprü·che>
-
- Einspruch αρσ <-s, -sprü·che>
-
- Einspruch abgewiesen!
-
- Einspruch αρσ <-s, -sprü·che>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.