στο λεξικό PONS
I. spe·zi·fisch [ʃpeˈtsi:fɪʃ] ΕΠΊΘ
1. spezifisch (charakteristisch):
2. spezifisch (speziell):
II. spe·zi·fisch [ʃpeˈtsi:fɪʃ] ΕΠΊΡΡ
Ge·wicht <-[e]s, -e> [gəˈvɪçt] ΟΥΣ ουδ
1. Gewicht kein πλ (Schwere eines Körpers):
2. Gewicht kein πλ μτφ (Wichtigkeit, Bedeutung):
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
spezifisch (Fahrzeug)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.