στο λεξικό PONS
spe·cial·ty [αμερικ ˈspeʃəlti] ΟΥΣ αμερικ, αυστραλ
specialty → speciality
spe·ci·al·ity [ˌspeʃiˈæləti] ΟΥΣ esp βρετ
1. speciality (product, quality):
2. speciality (feature):
3. speciality (skill):
speciality shop, specialty shop ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
specialty ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- specialty (Aktien aus bestimmten Branchen)
- Spezialwert αρσ
specialty fund ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- specialty fund (Investmentfonds, dessen Anlagepolitik sich auf bestimmte Branchen oder Gebiete konzentriert)
-
-
- specialty
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.