I. un·freund·lich [ˈʊnfrɔyntlɪç] ΕΠΊΘ
1. unfreundlich (nicht liebenswürdig):
- zu jdm unfreundlich sein
-
2. unfreundlich (unangenehm):
II. un·freund·lich [ˈʊnfrɔyntlɪç] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.