στο λεξικό PONS
I. ge·son·dert [gəˈzɔndɐt] ΕΠΊΘ
- gesondert
-
II. ge·son·dert [gəˈzɔndɐt] ΕΠΊΡΡ
- gesondert
-
son·dern [ˈzɔndɐn] ΣΎΝΔ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
gesondert bereitgestellt ΕΠΊΘ ΛΟΓΙΣΤ
- gesondert bereitgestellt
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.