I. ge·son·nen [gəˈzɔnən] ΡΉΜΑ
gesonnen μετ παρακειμ: sinnen
II. ge·son·nen [gəˈzɔnən] ΕΠΊΘ τυπικ (gewillt)
sin·nen <sinnt, sann, gesonnen> [ˈzɪnən] ΡΉΜΑ αμετάβ τυπικ
1. sinnen (nachgrübeln):
sin·nen <sinnt, sann, gesonnen> [ˈzɪnən] ΡΉΜΑ αμετάβ τυπικ
1. sinnen (nachgrübeln):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.