στο λεξικό PONS
Netz <-es, -e> [nɛts] ΟΥΣ ουδ
1. Netz μτφ von Lügen:
2. Netz:
3. Netz ΑΘΛ:
4. Netz a μτφ (Schutznetz):
6. Netz ΗΛΕΚ, ΤΗΛ (Leitungssystem):
8. Netz comput, ΔΙΑΔ:
D-Netz [de:-] ΟΥΣ ουδ
Netz-Lauf·git·ter ΟΥΣ ουδ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.