στο λεξικό PONS
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Point ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Point (Maßeinheit, um die sich ein Terminkurs verändern kann)
- point
Point-of-Sale ΟΥΣ αρσ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
- Point-of-Sale (POS, Sammelbegriff für das bargeldlose Zahlen an elektronischen Kassen oder Terminals; eigentlich "Verkaufsort")
-
Point-and-figure-Analyse ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Point-of-sale ohne Zahlungsgarantie phrase ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.