στο λεξικό PONS
Le·gi·ti·ma·ti·on <-, -en> [legitimaˈtsi̯o:n] ΟΥΣ θηλ τυπικ
1. Legitimation (abstrakte Berechtigung):
- Legitimation
-
3. Legitimation ΝΟΜ (Ehelichkeitserklärung):
- Legitimation
- legitimation
- legitimation (confirming to the law) σπάνιο
- Legitimation θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Legitimation ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- Legitimation
-
-
- Legitimation θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.