στο λεξικό PONS
I. only [ˈəʊnli, αμερικ ˈoʊn-] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
II. only [ˈəʊnli, αμερικ ˈoʊn-] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
1. only (exclusively):
2. only (just):
- only
-
3. only (merely):
- only
-
- only
-
4. only (extremely):
5. only (unavoidably):
6. only (to express wish):
7. only (indicating a surprising development):
III. only [ˈəʊnli, αμερικ ˈoʊn-] ΣΎΝΔ
1. only (however):
only ˈchild ΟΥΣ
- only child
-
col·lec·tion-ˈonly check ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- collection-only check
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
only shareholder ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- only shareholder
- Alleinaktionär αρσ
today only order ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Tagesgeschäft ουδ
collection-only check ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
- collection-only check
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.