στο λεξικό PONS
Al·lein·ak·ti·o·när(in) <-s, -e; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- Alleinaktionär(in)
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Alleinaktionär(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Alleinaktionär(in)
-
-
- Alleinaktionär αρσ
-
- Alleinaktionär αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.