στο λεξικό PONS
ex·pendi·ture [ɪkˈspendɪtʃəʳ, ek-, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. expenditure no pl:
2. expenditure (sum spent):
in·come [ˈɪŋkʌm, αμερικ esp ˈɪn-] ΟΥΣ
and [ænd, ənd] ΣΎΝΔ
1. and (jointly):
3. and (in numbers):
4. and (then):
5. and (consequently):
6. and οικ (in order to):
7. and (for emphasis):
8. and (ever):
ιδιωτισμοί:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
expenditure ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
income ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.