στο λεξικό PONS
de·fer·ral [dɪˈfɜ:rəl, αμερικ -ˈfɜr-] ΟΥΣ
ˈdebt de·fer·ral ΟΥΣ
ˈtax de·fer·ral ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
accruals and deferrals phrase ΛΟΓΙΣΤ
tax deferral ΟΥΣ ΦΟΡΟΛ
repayment deferral ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
debt deferral ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
tax deferral effect ΟΥΣ ΦΟΡΟΛ
deferral of debt repayment ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
period of deferral ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.