στο λεξικό PONS
I. stand·ing [ˈstændɪŋ] ΟΥΣ no pl
1. standing (status):
II. stand·ing [ˈstændɪŋ] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
fi·nan·cial ˈstand·ing ΟΥΣ no pl
free-ˈstand·ing ΕΠΊΘ αμετάβλ
stand·ing ˈor·der ΟΥΣ
1. standing order esp βρετ (for money):
2. standing order (for goods):
3. standing order (rules):
stand·ing ˈstone ΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΛ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
financial standing ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
standing facility ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
standing order ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
standing line ΟΥΣ IT
-
- Standleitung θηλ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
standing capacity ΔΗΜ ΣΥΓΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.