στο λεξικό PONS
corn1 [kɔ:n, αμερικ kɔ:rn] ΟΥΣ
1. corn no pl βρετ (cereal in general):
2. corn no pl:
corn2 [kɔ:n, αμερικ kɔ:rn] ΟΥΣ
corn ΙΑΤΡ (on feet):
- corn
-
ˈcorn-col·oured, αμερικ ˈcorn-col·ored ΕΠΊΘ αμετάβλ
- corn-coloured
-
ˈcorn belt ΟΥΣ αμερικ ΓΕΩΓΡ
ˈcorn-pop·py ΟΥΣ
- corn-poppy
-
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
corn ΟΥΣ
- corn
-
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.