στο λεξικό PONS
Bo·ni·tät <-, -en> [boniˈtɛ:t] ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- Bonität (Kreditwürdigkeit)
-
- Bonität (Kreditwürdigkeit)
-
-
- Bonität θηλ <-, -en> τυπικ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Bonität ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Bonität (Kreditwürdigkeit)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.