στο λεξικό PONS
Er·werb <-[e]s, -e> [ɛɐ̯ˈvɛrp, πλ ɛɐ̯ˈvɛrbə] ΟΥΣ αρσ
1. Erwerb kein πλ τυπικ (Kauf):
2. Erwerb (berufliche Tätigkeit):
- jds Erwerb
- sb's occupation
-
- Erwerb αρσ <-(e)s, -e> τυπικ
-
- Erwerb αρσ <-(e)s, -e>
-
- Erwerb αρσ <-(e)s, -e>
-
- Erwerb αρσ <-(e)s, -e>
-
- Erwerb αρσ <-(e)s, -e> kein pl
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.