στο λεξικό PONS
I. volks·wirt·schaft·lich ΕΠΊΘ
II. volks·wirt·schaft·lich ΕΠΊΡΡ
- volkswirtschaftliche Gesamtrechnung ΟΙΚΟΝ
-
- volkswirtschaftliche Wertschöpfung
-
- volkswirtschaftliche Abgabenquote
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
volkswirtschaftlich ΕΠΊΘ ΚΡΆΤΟς
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- volkswirtschaftliche Gesamtgrößen
- volkswirtschaftliche Gesamtrechnung
- volkswirtschaftliche Abgabenquote
- volkswirtschaftliche Wertschöpfung