στο λεξικό PONS
I. volks·wirt·schaft·lich ΕΠΊΘ
- volkswirtschaftlich
-
-
- volkswirtschaftlich
-
- volkswirtschaftlich
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
volkswirtschaftlich ΕΠΊΘ ΚΡΆΤΟς
- volkswirtschaftlich
-
- volkswirtschaftlich
-
-
- volkswirtschaftlich
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.