στο λεξικό PONS
Haus·halt <-[e]s, -e> ΟΥΣ αρσ
2. Haushalt (Haushaltsführung):
4. Haushalt ΧΡΗΜΑΤΟΠ (Etat):
- Nettoersparnisse der privaten Haushalte
-
- getrennte Haushalte
-
- Verabschiedung Haushalt
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Nettoguthaben öffentlicher Haushalte phrase ΚΡΆΤΟς
- Nettoguthaben öffentlicher Haushalte
-
öffentlicher Haushalt ΟΥΣ αρσ ΚΡΆΤΟς
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.