στο λεξικό PONS
ˈhaz·ard rate ΟΥΣ ΤΕΧΝΟΛ
I. haz·ard [ˈhæzəd, αμερικ -ɚd] ΟΥΣ
1. hazard:
3. hazard Η/Υ:
-
- Störeffekt αρσ
II. haz·ard [ˈhæzəd, αμερικ -ɚd] ΡΉΜΑ μεταβ
1. hazard (risk, venture):
I. rate [reɪt] ΟΥΣ
1. rate (speed):
2. rate (measure):
3. rate (payment):
4. rate:
5. rate ΧΡΗΜΑΤΟΠ (amount of interest paid):
6. rate ΧΡΗΜΑΤΟΠ (value of a currency):
7. rate βρετ, αυστραλ dated (local tax):
- rates pl
-
ιδιωτισμοί:
II. rate [reɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
1. rate (regard):
3. rate βρετ, αυστραλ dated (value):
4. rate Η/Υ:
-
- etw abschätzen
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
hazard [ˈhæzəd] ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
| I | hazard |
|---|---|
| you | hazard |
| he/she/it | hazards |
| we | hazard |
| you | hazard |
| they | hazard |
| I | hazarded |
|---|---|
| you | hazarded |
| he/she/it | hazarded |
| we | hazarded |
| you | hazarded |
| they | hazarded |
| I | have | hazarded |
|---|---|---|
| you | have | hazarded |
| he/she/it | has | hazarded |
| we | have | hazarded |
| you | have | hazarded |
| they | have | hazarded |
| I | had | hazarded |
|---|---|---|
| you | had | hazarded |
| he/she/it | had | hazarded |
| we | had | hazarded |
| you | had | hazarded |
| they | had | hazarded |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.