στο λεξικό PONS
hard ˈer·ror ΟΥΣ ΦΥΣ ΕΠΙΣΤ
er·ror [ˈerəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. error (mistake):
2. error (failure):
I. hard [hɑ:d, αμερικ hɑ:rd] ΕΠΊΘ
1. hard (solid):
2. hard (tough):
3. hard (difficult):
4. hard (laborious):
5. hard (severe):
6. hard (harmful):
7. hard (unfortunate):
8. hard (extreme):
9. hard (reliable):
10. hard (potent):
12. hard (scrutinizing):
13. hard ΤΥΠΟΓΡ:
15. hard ΠΥΡΗΝ ΦΥΣ:
II. hard [hɑ:d, αμερικ hɑ:rd] ΕΠΊΡΡ
1. hard (solid):
2. hard (vigorously):
3. hard (severely):
4. hard (closely):
6. hard μτφ (stubbornly):
error ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
error ΟΥΣ
-
- Regelgröße (Differenz zwischen Ist- und Sollwert)
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.