I. aus·gie·big [ˈausgi:bɪç] ΕΠΊΘ
- ausgiebig
-
- etw ausgiebig diskutieren
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- wir haben ausgiebig gefeiert, es war ein turbulentes Wochenende
- etw ausgiebig diskutieren
- to thoroughly enjoy sth