στο λεξικό PONS
I. ver·bind·lich [fɛɐ̯ˈbɪntlɪç] ΕΠΊΘ
- allgemein verbindlich [o. allgemeinverbindlich]
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
verbindlich ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- verbindlich (Vertragsbestimmung, Erklärung)
-
- verbindlich (Vertragsbestimmung, Erklärung)
-
-
- verbindlich
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.