I. ver·se·hent·lich [fɛɐ̯ˈze:əntlɪç] ΕΠΊΘ προσδιορ
- versehentlich
-
II. ver·se·hent·lich [fɛɐ̯ˈze:əntlɪç] ΕΠΊΡΡ
- versehentlich
-
versehentlich ΕΠΊΡΡ
- versehentlich
-
-
- versehentlich
-
- versehentlich
-
- versehentlich
-
- versehentlich
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.