στο λεξικό PONS
I. lat·ter [ˈlætəʳ, αμερικ -t̬ɚ] ΕΠΊΘ προσδιορ
day [deɪ] ΟΥΣ
1. day (24 hours):
2. day ΟΙΚΟΝ (work period):
3. day (not night):
4. day (former time):
5. day no pl (present):
6. day (life):
7. day (special date):
ιδιωτισμοί:
saint [seɪnt, sənt] ΟΥΣ
1. saint (holy person):
day ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
day
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- latish
- latitude
- latitude to cut interest rates
- latitudinal
- latosol
- Latter-day Saint
- latterly
- lattice
- latticed
- latticework
- Latvia