στο λεξικό PONS


I. di·rekt [diˈrɛkt] ΕΠΊΘ
1. direkt (durchgehende Verbindung):
2. direkt (unmittelbar):
II. di·rekt [diˈrɛkt] ΕΠΊΡΡ
1. direkt (geradezu):
2. direkt (ausgesprochen):
3. direkt (unverblümt):
4. direkt (mit Ortsangabe):
Re·de <-, -n> [ˈre:də] ΟΥΣ θηλ
1. Rede (Ansprache):
2. Rede (Gespräch):
3. Rede (Äußerungen):
4. Rede (Gerücht, Nachrede):
5. Rede (Vortrag):
6. Rede ΓΛΩΣΣ:
ιδιωτισμοί:


Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS


Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
direkt angetrieben
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.