στο λεξικό PONS
bald-ˈhead·ed ΕΠΊΘ
big-ˈhead·ed ΕΠΊΘ μειωτ οικ
- big-headed
-
hard-ˈhead·ed ΕΠΊΘ
- hard-headed
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
head of division ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
head of mission ΟΥΣ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
head-office department ΟΥΣ ΤΜΉΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
head of the valley ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
sperm head ΟΥΣ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
signal head ΥΠΟΔΟΜΉ
head rest ΟΔ ΑΣΦ
dipped head lights βρετ ΟΔ ΑΣΦ
head on collision ΟΔ ΑΣΦ
dimmed headlights, dimmed head lights αμερικ ΟΔ ΑΣΦ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.