στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
wives [βρετ wʌɪvz, αμερικ waɪvz]
wives → wife
wife <πλ wives> [βρετ wʌɪf, αμερικ waɪf] ΟΥΣ
1. wife (spouse):
tale [βρετ teɪl, αμερικ teɪl] ΟΥΣ
1. tale:
2. tale:
I. old [βρετ əʊld, αμερικ oʊld] ΕΠΊΘ
1. old (elderly, not young):
2. old (of a particular age):
3. old (not new):
4. old (former, previous):
5. old (as term of affection):
6. old (as intensifier) οικ:
II. old [βρετ əʊld, αμερικ oʊld] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
I. old [oʊld] ΕΠΊΘ
1. old (not young, not new):
3. old (denoting an age):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- old sod
- old soldier
- Old South
- old stager
- oldster
- old wives' tale
- old woman
- Old World
- old-world
- ole
- oleaginous
